Μιλώντας προσφάτως για τον Σεζάν, αναφέρθηκα όπως πάντα στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Maurice Merleau-Ponty που στα Ελληνικά κυκλοφορεί ως “Η Αμφιβολία του Σεζάν” (εκδόσεις Νεφέλη, 1991) σε μετάφραση Αλέκας Μουρίκη, στην οποία οφείλεται επίσης και το εξαιρετικό εισαγωγικό κείμενο που μας εισάγει στην σκέψη του Μερλώ-Ποντύ. Αντιγράφω ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα.
Η αντιληπτική μας συμπεριφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε απλό αποτέλεσμα της επενέργειας των εξωτερικών πραγμάτων πάνω στο σώμα (καθαρή εξωτερικότητα) ούτε εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από τη δραστηριότητα ενός γνωρίζοντος υποκειμένου, μιας καθαρής συνείδησης (καθαρή εσωτερικότητα). Αναδύεται μάλλον μέσα από τις σχέσεις που το συγκεκριμένο υποκείμενο (σωματικό εγώ και σκεπτόμενο ον ταυτοχρόνως) συνάπτει με τον κόσμο και τα πράγματα γύρω του. Υποκείμενο, σώμα και κόσμος είναι λοιπόν οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται η μερλωποντιανή φαινομενολογία της αντίληψης. Μέσω της κατάστασης και της θέσης του σώματος μας — το οποίο δεν αποτελεί απλώς πράγμα ανάμεσα στα πράγματα, αλλά τον τόπο όπου το πνεύμα περιβάλλεται το σχήμα μιας συγκεκριμένης φυσικής και ιστορικής κατάστασης — συλλαμβάνουμε τον εξωτερικό χώρο. Μας προσφέρει άμεση πρόσβαση στο χώρο μέσα στον οποίο κατοικούμε και μετακινούμαστε. Το σώμα αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από ένα μέσο ή όργανο: “είναι η έκφραση μας μέσα στον κόσμο, η ορατή μορφή των προθέσεων μας”. Μέσω του σώματος και των κινητικών και συγκινησιακών λειτουργιών του διαμορφώνεται η αντίληψη μας των πραγμάτων. Όσο για τα πράγματα τα οποία αντιλαμβανόμαστε, δεν αποτελούν περατωμένα όντα, των οποίων ο νους κατέχει εκ των προτέρων τους νόμους κατασκευής και, επομένως, μπορεί να θέσει απέναντι του ως αντικείμενα προς εξέταση. Είναι ανοιχτά και ανεξάντλητα σύνολα, τα οποία ποτέ δεν θα μπορέσουμε να διερευνήσουμε ολοκληρωτικά, εφόσον δεν μας δίνονται παρά μόνον σε μερικές από τις όψεις τους και υπό ορισμένη προοπτική.
Ο κόσμος όπως τον αντιλαμβανόμαστε, τέλος, ούτε και αυτός αποτελεί ένα συμπαγές αντικείμενο πάνω στο οποίο η σκέψη κυριαρχεί. Μολονότι αποτελεί ένα είδος συνεκτικού ιστού όλων των όντων που συμμετέχουν σ’ αυτόν και τα συναρμόζει, ωστόσο δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε έργο περατωμένο, υποκείμενο στον απόλυτο έλεγχο μας. Ο κόσμος μας, λέει ο Μερλώ-Ποντύ επαναλαμβάνοντας τη φράση του Malebranche, είναι “ένα ανολοκλήρωτο έργο”. Προκειμένου όμως να αποκαλυφθεί αυτός ο κόσμος στην πραγματικότητα του, πρέπει να υιοθετηθεί μια νέα στάση απέναντι του μια στάση, η οποία, έχοντας αναγνωρίσει την ανεπάρκεια της επιστημονικής όσο και της αφελούς προσέγγισης, που θεωρούν δεδομένες τις θέσεις ενός αντικειμενοποιημένου κόσμου, προτείνει την εγκατάσταση μέσα σ’ έναν προ-αντικειμενικό κόσμο, ο οποίος αποτελεί πεδίο των πρώτων μας προσανατολισμών και της πρωταρχικής έκφρασης: στο πεδίο του προ-ανασκοπικού δηλαδή. Ο προσανατολισμός μέσα σ’ αυτό το πεδίο απαιτεί την ενεργοποίηση εννοιών τέτοιων οι οποίες θα επιτρέψουν την είσοδο σ’ αυτόν το χώρο που οι προδιαμορφωμένες μας αντιλήψεις μας έκαναν να διαβλέπουμε προϋποθέτοντας τον, αλλά δεν μας πρόσφεραν ένα άνοιγμα προς αυτόν. Θα μιλήσει λοιπόν για συμφωνία ή και συνενοχή ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο, για μια συνθήκη ανάμεσα τους που συνάπτεται από τη στιγμή της γέννησης και δεν παύει να ανανεώνεται. Διαρκής γέννηση του υποκειμένου μέσα στον κόσμο της αντίληψης του.
Η πλήρης αναγωγή είναι κατ’ αυτόν αδύνατη- ποτέ δεν παύουμε να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε αυτόν τον ίδιο κόσμο στον οποίο συμμετέχουμε ήδη με τη γέννηση μας και ο οποίος δεν σταματά ποτέ να μας εκπλήσσει, εφόσον βέβαια δεν τον βλέπουμε ως ένα συνονθύλευμα πραγμάτων η ένα σύνολο δεδομένων και απαρέγκλιτων νόμων, αλλά ως εκφραστική μορφή. Η αναγωγή δεν μας τοποθετεί πέραν του κόσμου, ως καθαρές συνειδήσεις. Μας τοποθετεί “εδώθε” του κόσμου. Μας δεσμεύει μέσα σ’ αυτόν ως ένσαρκα υποκείμενα.
Επιπλέον, ποτέ δεν συγκροτούμε πλήρως τον κόσμο μέσω των πράξεων της συνείδησης. Αν η συγκρότηση δεν είναι παρά αποσαφήνιση νοήματος, δηλαδή μια διαδικασία που επιτρέπει “να αποσαφηνίσουμε το νόημα που αυτός ο κόσμος έχει για όλους εμάς, πριν από κάθε εμπειρία”, τότε αυτό το νόημα δεν μπορεί να δίνεται σ’ ένα καθαρό Ego, κυρίαρχο υποκείμενο της σκέψης, εφόσον έτσι θα παραμέναμε έγκλειστοι μέσα στη σφαίρα της απόλυτης συνείδησης, τεχνητά συγκροτημένης ως τέτοιας. Υπάρχει ωστόσο “μια ορισμένη ενέργεια υπαρκτικής ώθησης, σχετικά ανεξάρτητης από τις ηθελημένες σκέψεις μας, η οποία μας απαγορεύει να τον (τον κόσμο) μεταχειριζόμαστε ως μια πράξη της συνείδησης”. Ο κόσμος εμφανίζεται ως ένα καθολικό ύφος. Συγκροτείται μπροστά μας στις νοητές αρθρώσεις του ως μια λανθάνουσα έκφραση και μας καλεί σε μια βιωματική σύλληψη του βωβού νοήματος που τον συνέχει σε αντιληπτή μορφή.
Το υποκείμενο δε που είναι ικανό για μια τέτοια εμπειρία του κόσμου, δεν είναι βέβαια η απόλυτα διαφανής σκέψη, αλλά ένα ενσαρκωμένο υποκείμενο με συγκεκριμένη θέση μέσα στον φυσικό κόσμο και την ιστορία, την οποία μέσω της ελευθερίας του και της παραγωγικής του δραστηριότητας μετατρέπει σε μέσο έκφρασης. Είναι το διαρκώς αγωνιζόμενο να κατακτήσει την εκφραστική του ελευθερία υποκείμενο της Αμφιβολίας του Σεζάν.
Στα μεταγενέστερα έργα του, και κυρίως στο Μάτι και το πνεύμα και το ανολοκλήρωτο Le Visible et l’Invisible, o Μερλώ-Ποντύ, επιχειρώντας μια ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής του σκέψης, θα στραφεί προς την κατεύθυνση μιας σκέψης της σάρκας και του χιάσματος — οδηγούμενος έτσι στην πρωταρχική κοινότητα αισθανόμενου και αισθητού, αντιλαμβανόμενου και αντιληπτού — η οποία θα επιφέρει το αποφασιστικό χτύπημα στην ιδέα της προτεραιότητας της συνείδησης και θα του επιτρέψει να ξεφύγει από το δυϊστικό σχήμα υποκείμενο-αντικείμενο, στο οποίο παρέμενε ακόμα υποταγμένη η Φαινομενολογία της αντίληψης.
Η μερλωποντιανή φιλοσοφία του είναι στον κόσμο κορυφώνεται σε μια ιδέα του αισθητού στη γενικότητα του, της σάρκας: όνομα που δίνει ο Μερλώ-Ποντύ σ’ αυτόν τον τόπο όπου διαμορφώνεται από κοινού το υποκείμενο και το αντικείμενο, όπου κόσμος και σώμα αποκαλύπτονται στην κοινή υφή τους, χωρίς ωστόσο και να ταυτίζονται. Η σάρκα, όχι ύλη ούτε καν οργανική μεμβράνη, αλλά δυνατότητα κάθε όντος, εκδιπλώνεται διαφοροποιούμενη σε σώμα ανθρώπινο και πράγματα, σε κόσμο φυσικό και ιδεατότητα, σε ορατό και αόρατο αδιάλειπτα διασταυρούμενα και διαπλεκόμενα. Η μερλωποντιανή σκέψη, στην κατάληξη της, συναντά αυτή την ιδέα της καθολικής συνεκτικότητας, την ιδέα του είναι ως πρωταρχικού πεδίου εμπειρίας όπου κάθε στοιχείο διανοίγεται σε όλα τα άλλα, όπου ορών και ορατό, ορατό και αόρατο, παρουσία και απουσία, μέσα και έξω παραπέμπουν διαρκώς το ένα στο άλλο, χωρίς ποτέ και να συντίθενται: ορίζονται από την ίδια την αναστρεψιμότητά τους, η οποία αποτελεί μια κίνηση που επιτρέπει τη διατήρηση του πολλαπλού, την ύπαρξη μιας δημιουργικής ανισορροπίας στο ίδιο το εσωτερικό του είναι.
Leave a Reply