Γιατί γίνονται οι Ολυμπιακοί αγώνες; Γίνονται διότι η οριοθέτηση του εαυτού μου και των πλαισίων μου είναι μια υπόθεση πολύ δύσκολη. Λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να πετύχουν αυτό το πράγμα, δηλαδή να μπορούν να ελέγχουν το ζώο μέσα τους και να μπορούν να γίνονται μικροί θεοί που καταφέρνουν τα πάντα. Πολύ λίγοι. Οι αγώνες έχουν σαν στόχο να αποδείξουν ποιος από όλους εμάς μπορεί να το κάνει. Λειτουργούν, δηλαδή, ως υποκατάστατα ηρωικών πράξεων. Αυτό, δηλαδή, που παλαιότερα έκανε ο Ηρακλής και ο Θησέας. Ο ηρωισμός είναι η υλική έκφραση της συλλογικής μας ανάγκης “να μπορούσαμε να πετύχουμε αυτό που επιδιώκουμε”. Θέλουμε να καταφέρουμε κάτι και γι’ αυτό βρίσκουμε μια μορφή που μπορεί να το καταφέρει, διότι εμείς δεν μπορούμε μόνοι μας, ούτε ατομικά, ούτε συλλογικά. Αλλά ο Ηρακλής μπορεί. Ο Θησέας μπορεί. Αυτές οι μυθικές φιγούρες είναι, ουσιαστικά, αυτή η υλοποίηση. Επειδή όμως πια, τον έκτο, τον πέμπτο και τον τέταρτο αιώνα, ξέρουμε ότι ο Ηρακλής και ο Θησέας δεν υπάρχουν, πρέπει να βρούμε ανάμεσά μας ποιος είναι ο κοντινότερος στον Ηρακλή. Και αυτό σημαίνει ότι κάποιος από εμάς, νέος, άνδρας, ωραίος και ικανός, θα πρέπει να στερηθεί και να κοπιάσει, και να αποδείξει ότι έχει την ικανότητα στερούμενος να πετύχει έναν άθλο. Και αυτός ο ένας είναι αυτός που θα λειτουργήσει ως το νέο υποκατάστατο του ήρωα, σε μια εποχή που δεν πιστεύει πια σε ήρωες, και πρέπει τους ήρωες να τους βγάζει εκ των ενόντων. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπάρχει μόνο ένας νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες, και δεν υπάρχει δεύτερος και τρίτος όπως έχουμε εμείς. Όλοι οι άλλοι, εκτός από τον πρώτο, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ικανοί ως σύμβολα ηρώων.
Η προσπάθεια που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να συγκροτήσει αυτό το πλαίσιο είναι πολύ επίπονη, και μόνο με πολύ κόπο μπορεί να τα καταφέρει. Έτσι, το πλαίσιο της αγωνιστικής διαδικασίας συνδέεται με το πλαίσιο της θρησκειολογικής διαδικασίας, και καταλήγει σε μία πολιτική αντιμετώπιση και αντίληψη.
Πριν περάσουν από την Κρυπτή Στοά για να μπουν στο στάδιο, οι αθλητές περνούσαν μπροστά από τις Ζάνες. Οι Ζάνες (πληθυντικός του ονόματος Ζεύς) ήταν χάλκινα αγάλματα αφιερωμένα στον Δία, κατασκευασμένα με χρήματα από τα πρόστιμα που πλήρωναν όσοι παραβίαζαν τα πλαίσια συμπεριφοράς. Ό,τι συμβαίνει τώρα με τα ντοπαρίσματα και τις ζαβολιές, συνέβαινε βεβαίως και τότε. Παντού και πάντα ήταν έτσι οι άνθρωποι. Δεν ήταν άγιοι οι αρχαίοι. Αν σε κάτι είναι καλύτεροι από εμάς, είναι ότι δεν επέτρεψαν να καταστρατηγείται με τέτοια ευκολία και να διαλύεται το πλαίσιο το οποίο οι ίδιοι συγκρότησαν, αλλά προσπάθησαν να το έχουν πάντα ψηλά. Στην πράξη, το καταστρατηγούσαν. Είναι αυτό που έλεγε η Ζακλίν ντε Ρομιγί όταν ένας δημοσιογράφος της είπε ότι μιλάει για τους Έλληνες σαν να ήταν θεοί και σαν η κοινωνία τους να ήταν ιδανική, ενώ διαβάζουμε τόσα πράγματα… Εκείνη απάντησε ότι δεν έχει σημασία το γεγονός ότι κι εκεί γινόντουσαν πράγματα που γίνονται και σήμερα, σημασία έχει ότι αυτοί είχαν θέσει ένα ηθικό πλαίσιο προς το οποίο ο άνθρωπος έπρεπε να προσβλέπει, και πως αν δεν προσέβλεπε ή δεν στόχευε προς αυτό, θα το έβρισκε μπροστά του είτε ατομικά είτε συλλογικά. Αυτή είναι η πραγματική διαφορά, όχι αυτό που γίνεται στην πράξη.
Περνώντας λοιπόν ο αθλητής μπροστά από τις Ζάνες για να πάει προς την Κρυπτή Στοά, συναισθανόταν την σημασία αυτών των αγαλμάτων και το μήνυμα που εξέπεμπαν, και ήταν πιθανό, εάν είχε κάνει κάτι αξιόμεμπτο, να μετανιώσει μέχρι να φθάσει στο στάδιο και να μην παρουσιαστεί στους αγώνες. Αυτή είναι η επιτυχία. Ότι αυτός ο πολιτισμός κατάφερνε υπομνηστικά να τονίζει στον άνθρωπο “μη προχωρείς αν δεν είσαι καθαρός”. Και σε μεγάλο βαθμό αυτή η υπόμνηση έπιανε τόπο. Σε άλλους πολιτισμούς, οι ιαχές του θριάμβου που ακούγονταν από μέσα λειτουργούσαν με τον αντίθετο τρόπο. Η δίψα για την δόξα.
Θα αναφερθώ και πάλι στην Ζακλίν ντε Ρομιγί η οποία εξήγησε πολύ ωραία αυτό τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων, όταν κάποιος της είπε ότι ο σημερινός πολιτισμός μας μιλάει για την ειρήνη, ενώ οι Έλληνες συνεχώς πολεμούσαν. Είπε λοιπόν ότι οι Έλληνες έκαναν συνεχώς πολέμους, αλλά, στο πίσω μέρος του μυαλού τους, θεωρούσαν τον πόλεμο αναγκαίο κακό. Σκεπτόταν δηλαδή ο Έλληνας ότι ο πόλεμος είναι μεν κακό αλλά είμαι αναγκασμένος να το κάνω διότι αλλιώς δεν μπορώ να διαχειριστώ την κατάσταση, ενώ εμείς σήμερα κάνουμε πολέμους στο όνομα της ειρήνης και τελικά ανάγουμε τον πόλεμο σε μία μη ομολογημένη αλλά ουσιαστική εσωτερική αξία. Αυτή είναι άλλη μια μεγάλη διαφορά με την δική μας εποχή.
Η διάβαση της Κρυπτής Στοάς είναι και ένα είδος συμβολικού περάσματος: καταβύθιση στο σκοτάδι και έξοδος προς το φως. Αυτό το πέρασμα έχει και μια εννοιολογική χροιά: Αποκτώ ένα ρόλο. Επάνω μου κρέμονται οι ελπίδες πολλών ανθρώπων, όχι μόνο για να νικήσω, αλλά για να συμπεριφερθώ σωστά. Αυτό ήταν μία εμμονή των ανθρώπων τότε. Ότι συμπεριφέρθηκαν σωστά και πολιτισμένα. Όλος ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, καλώς ή κακώς, διέπεται από το δίπολο Αιδώς και Μήτις. Η Αιδώς ήταν πολύ σημαντική κινητήρια δύναμη. Εμείς, έχοντας πια απενοχοποιηθεί από τις ντροπές των παλαιότερων γενεών δεν μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό διότι θεωρούμε θετικό βήμα αυτή την απενοχοποίηση.
Ένα άλλο δίπολο με το οποίο λειτούργησε πολύ ο αρχαίος πολιτισμός είναι το δίπολο Τάξη και Χάος. Ο πολιτισμένος άνθρωπος είναι αυτός που βάζει τάξη στο χάος που βρίσκεται γύρω του κι εντός του, όχι με την έννοια της επιβολής, αλλά με την έννοια της αρμονικής συνύπαρξης. Ο επισκέπτης της Ολυμπίας, βρίσκεται σε ένα χώρο που είναι απόλυτα οργανωμένος και δομημένος χωρίς όμως την επιθετική ψυχρότητα π.χ. ενός σημερινού εμπορικού κέντρου. Η φύση αφήνεται να πλαγιάσει μέσα στην αγκαλιά του δομημένου χώρου και να συνυπάρξει με μια εξαιρετική ισορροπία. Η τάξη που έβαλαν οι Έλληνες δεν ήταν ενάντια στην χαώδη ανάπτυξη της φύσης, ήταν μια τάξη που ενσωμάτωνε αυτή την χαώδη ανάπτυξη της φύσης και την οργάνωνε με ένα είδος ρυθμικής αρμονίας. Γι’ αυτό π.χ. βλέπουμε ότι το στάδιο δεν έχει κερκίδες, αλλά οι θεατές (εκτός από λίγους επισήμους) κάθονταν στα πρανή. Δεν ήταν, φυσικά, οικονομικός ο λόγος. Για τις εγκαταστάσεις της Ολυμπίας ξοδεύονταν τεράστια ποσά. Σε όλα υπήρχε διάχυτη μία θεατρική αντίληψη. Όχι με την έννοια της επίδειξης, αλλά με την συναίσθηση ότι “εδώ που είμαι τώρα, κάνω κάτι διαφορετικό, στιγμιαία γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος”. Μιλάμε, λοιπόν, για την δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάζει και για λίγο να δοκιμάζει πώς θα ήταν αν αισθανόταν κάπως αλλιώς, πώς θα ήταν αν δοκίμαζε κάτι άλλο. Αυτό, έχει να κάνει με την έννοια της συνεχούς δοκιμής, και είναι ίδιον του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Δεν το είχαν οι προηγούμενοι πολιτισμοί. Ούτε οι Σουμέριοι, ούτε οι Αιγύπτιοι, που ήταν πολύ υψηλοί πολιτισμοί, ούτε άλλος. Αυτό το χαρακτηριστικό διατρέχει όλα όσα βλέπουμε στην Ολυμπία. Το στάδιο, τους αγώνες, την θυσία, τον ναό, τους αγωνιζόμενους.
Leave a Reply