Με το μεγαλείο της φύσης (και τη μικρότητα της περιρρέουσας καθημερινότητας) να βρίσκονται σε πλήρη άνθηση, διαβάζω ξανά την «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» του Οδυσσέα Ελύτη και, μέρες που είναι, σκέφτηκα να μοιραστώ ένα απόσπασμα μαζί σας.

Λεπτομέρεια από την τοιχογραφία της Άνοιξης, από τον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο), π. 1630 π.Χ.
Οδυσσέας Ελύτης / Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο
[…..]
ΜΟΙΑΖΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ότι, παρ’ όλα αυτά, ζούμε πάνω σε κάποιο άστρο, που’ λεγε και ο Chesterton. Τα θαύματα γίνονται σ΄ολόκληρη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, που οι αστυνομικοί ανακρίνουν τους φονιάδες, οι στρατιωτικοί μελετούν τις εκθέσεις των μυστικών πρακτόρων και οι λογιστές κατανέμουν τη ζωή μας σε «δούναι» και σε «λαβείν». Αν ήξεραν οι δύστυχοι άνθρωποι πόσο λίγο έπρεπε να’ ναι το δούναι τους και πόσο πολύ το λαβείν τους, θα τους έστριβε. Η δουλεία δεν είναι μόνο υπόθεση δυνάστη και δυναστευόμενου• είναι καρδιάς και συμφέροντος κακώς εννοουμένου, μέσα σ’ ένα και το ίδιο άτομο. Αν, για μια στιγμή, συναινούσε η φύση να λειτουργήσει με επιτάχυνση, θα βλέπαμε το φανερό κέρδος να γίνεται καπνός και το αφανές να μας περιχάει χρυσάφι. Στρογγυλά και ωοειδή και αστερωτά λουλούδια, που κομμένα τα θυμόμαστε μόνον στις κηδείες, και άκοπα μήτε καν τα διανοούμαστε. Αστείο πράγμα, ένας άντρας να τάσσεται με τα πουλιά και να επισκοπεί το έδαφος από την έπαλξη ενός κλώνου. Μια τέτοια «εξυπνάδα» είναι που μας έφαγε.
Πήραμε τη φύση για φύση και απαξιούμε να την ατενίσουμε, μπας και μας εκλάβουν για τουρίστες• χωρίς να συλλογιστούμε ότι το μουρμουρητό μιας πηγής ακούγεται και στο σώμα του διπλανού μας -προπαντός εκεί. Κι ότι δεν είναι η ροδιά που ανθίζει όταν εν ονόματί της αποτάσσεται κανείς τη κακία• είναι η νεότητα του λογισμού του. Αν υπάρχει ένα θάρρος ανώτερο από του παλιού πολέμαρχου ή του σύγχρονου βομβιστή, βεβαιότατα είναι του παιδιού που ξεπέρασε τα εξήντα. Για φαντάσου! Να’ χουν ασπρίσει καποιανού τα μαλλιά κι εκείνος να κρυφακούει στον Παράδεισο! «Μα υπάρχει;» ρωτάνε μερικοί με αφέλεια. Στο αναμεταξύ μια μηλιά δίνει μήλα. Εσύ, Κύριε Διευθυντά, τι δίνεις; Τίποτα• μόνον παίρνεις• παίρνεις αιτήσεις και μάλιστα «επί χαρτοσήμου».
Αν εχθρευτήκαμε κάτι στη ζωή μας, αγαπητέ μου Ανδρέα, ήταν η κιτρινίλα, η ξεραΐλα, και πάνω απ’ όλα η σημασία στα αξιώματα, όπου οι Νεοέλληνες δίνουμε συνεχώς εξετάσεις και παίρνουμε άριστα.
[…..]
Μπορεί να φαίνεται περίεργο, αλλά στη ζωή μας όλα γίνονται όπως και στον έρωτα• που, κάποτε συμβαίνει να’ ναι κι άτυχος• το κορίτσι να μη νιώσει τίποτε, όπως πολύ συχνά μπροστά στα πιο υπέροχα ποιήματα οι πιο υπέροχες υπάρξεις δε νιώθουν τίποτα. Κι ύστερα; Είτε για ποίημα πρόκειται είτε για κορίτσι, μετριέται η σημασία τους από το βαθμό της δύναμης που σου δίνουν να βλέπεις μεταμορφωμένο τον κόσμο προς την κατεύθυνση του καλύτερου. «Καλύτερου», τρόπος του λέγειν. Στους κόσμους της μαγείας ο συγκριτικός βαθμός τι θέση μπορεί να έχει; Τι είναι ωραιότερο; Το καράβι που προεκτείνεται στην ξηρά ή η ξηρά που προεκτείνεται στη θάλασσα;
Τις νύχτες μια δέσμη διάττοντες αναλογεί στα λόγια που θα’ θελες αλλά δεν. Από τους ανέμους προτιμάς εκείνον που πήρε τα μαλλιά της δεξιά. Ποιανής; Ω, υπάρχει πάντοτε μία, η ανείπωτη. Το νυχτικό της μυρίζει λουίζα και το παράθυρό της ανάβει πότε ψηλά πότε χαμηλά, κι η ζωή μοιάζει εύκολη, σαν να κυκλοφορείς με σάνταλα.
Το σπίτι με τις θολωτές αψίδες βουτά στο νερό. Πού και πού, θα’ λεγες, κάτι στέγες έχουν απομακρυνθεί στο πέλαγος. Τα “Τρία Κλωνάρια” είναι μια τοποθεσία όπου δεν επήγα ποτέ. Αγαπώ την ποίηση και λησμόνησα τι είχα ξεκινήσει να σου πω. Αντίο.
Πρόκειται για το τελευταίο τμήμα του εξαιρετικού κειμένου του Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο». Γράφτηκε το 1977, κυκλοφόρησε ως ανεξάρτητο κείμενο από τις εκδόσεις Εγνατία/Τραμ, στη Θεσσαλονίκη το 1979 και σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ύψιλον, στην Αθήνα το 1980. Επειδή αυτές οι εκδόσεις είναι δυσεύρετες, μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο (και πολλά άλλα εξαιρετικά) στη θαυμάσια συλλογή ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΕΝ ΛΕΥΚΩ, εκδ. Ίκαρος, ΣΤ’ Έκδοση, Αθήνα, 1999

Οδυσσέας Ελύτης και Ανδρέας Εμπειρίκος
Τι χαρα να σας ξαναβλεπουμε! και με τον ερχομο της Πρωτομαγιας! Λιλη.
Καλως μας ηρθες παλι, Δασκαλε. Υπεροχο – οπως παντα – το προσφατο σχολιο σου πανω στους μεγαλους ποιητες μας.Το “Εν Λευκω”, οντως θαυμασια συλλογη. Να εισαι παντα καλα. Ευχαριστω