Αυτές τις μέρες, στις διαλέξεις που κάνω, έχω μιλήσει αρκετές φορές για την Ρωσική Πρωτοπορία των αρχών του 20ου αιώνα, και τον Σουπρεματισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο έκρινα σκόπιμο να παραθέσω ορισμένα αποσπάσματα από το μανιφέστο του Σουπρεματισμού του Καζιμίρ Μάλεβιτς. Αντιγράφω από το βιβλίο του Μάριο ντε Μικέλι “Οι Πρωτοπορίες της Τέχνης του Εικοστού Αιώνα” (Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, χ.χ.) σε μετάφραση Λένας Παπαματθεάκη. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να έχει στην βιβλιοθήκη του όποιος ενδιαφέρεται για την τέχνη του εικοστού αιώνα.
.
«Με τον όρο σουπρεματισμός εννοώ την υπεροχή της καθαρής αίσθησης στις εικαστικές τέχνες.
Τα φαινόμενα της αντικειμενικής φύσης αυτά καθεαυτά, για τους σουπρεματιστές δεν έχουν καμιά σημασία – η καθαρή αίσθηση, στην πραγματικότητα, είναι εντελώς ανεξάρτητη από το περιβάλλον στο όποιο γεννήθηκε. (…)
Για τον σουπρεματιστή άξιο λόγου θα είναι πάντα εκείνο το εκφραστικό μέσο που επιτρέπει μια έκφραση όσο το δυνατόν πιο γεμάτη από καθαρή αίσθηση, πράγμα που είναι ξένο προς τη συνηθισμένη αντικειμενικότητα.
Για τον σουπρεματιστή το αντικείμενο καθεαυτό είναι χωρίς νόημα και οι αναπαραστάσεις της συνείδησης δεν έχουν καμιά αξία. (…)
Καταλήγει σε μια έρημο όπου τίποτα δεν είναι αναγνωρίσιμο έκτος από την αίσθηση.
Ο καλλιτέχνης πέταξε μακριά όλα όσα καθόριζαν την αντικειμενική-ιδανική δομή της ζωής και της «τέχνης»: πέταξε μακριά τις ιδέες, τις έννοιες και τις απεικονίσεις, για να δώσει θέση μόνο στην καθαρή αίσθηση. (…)
Όταν το 1913, στην πορεία των απεγνωσμένων μου προσπαθειών να απελευθερώσω την τέχνη από τη σαβούρα της αντικειμενικότητας, κατέφυγα στη φόρμα του τετραγώνου και εξέθεσα ένα ζωγραφικό πίνακα που δεν παρίστανε τίποτα άλλο από ένα μαύρο τετράγωνο σ’ ένα φόντο άσπρο, οι κριτικοί και το κοινό θρηνούσαν: «Χάθηκε ό,τι αγαπήσαμε. Είμαστε σε μια έρημο. Έχουμε μπροστά μας μόνο ένα μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο!» Και έψαχναν λόγια «συντριπτικά» για να απομακρύνουν το σύμβολο τής έρημου και για να ξαναβρούν στο «νεκρό τετράγωνο» την αγαπημένη εικόνα τής «πραγματικότητας», «την πραγματική αντικειμενικότητα» και την «ηθική ευαισθησία».
Η κριτική και το κοινό θεώρησαν αυτό το τετράγωνο ακατανόητο και επικίνδυνο… Αλλά δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό.
Η άνοδος στο ύψος τής μη αντικειμενικής τέχνης είναι κοπιαστική και γεμάτη από βάσανα κι όμως χαρίζει ευτυχία. Ο περίγυρος τής αντικειμενικότητας καταρρέει όλο και περισσότερο σε κάθε βήμα και τελικά ο κόσμος των αντικειμενικών νοημάτων – «όλα όσα αγαπήσαμε και ζήσαμε» – γίνεται αόρατος. Δεν υπάρχουν πια «εικόνες τής πραγματικότητας», δεν υπάρχουν πια ιδανικές παρουσιάσεις, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από μια έρημος!
Αύτη όμως η έρημος είναι γεμάτη από το πνεύμα τής μη-αντικειμενικής αίσθησης που τη διαπερνά ολόκληρη.
Κι εγώ ένιωθα ότι με είχε καταλάβει μια στεναχώρια, που αποκτούσε τις αναλογίες του άγχους, όταν έπρεπε να εγκαταλείψω «τον κόσμο τής θέλησης και τής απεικόνισης», όπου είχα ζήσει και δημιουργήσει και στου οποίου την πραγματικότητα είχα πιστέψει.
Η έκσταση όμως τής μη-αντικειμενικής ελευθερίας μ’ έσπρωξε στην «έρημο», όπου δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα από την αίσθηση. Έτσι λοιπόν η αίσθηση έγινε το μοναδικό περιεχόμενο τής ζωής μου. Αυτό που παρουσίασα δεν ήταν ένα «άδειο τετράγωνο» άλλα η αντίληψη για την έλλειψη αντικειμενικότητας. Αναγνώρισα ότι το «αντικείμενο» και η «απεικόνιση» είχαν εκληφθεί ως εικόνα τής αίσθησης και κατανόησα την πλαστότητα του κόσμου τής θέλησης και τής αναπαράστασης.
Ο σουπρεματισμός είναι η καθαρή τέχνη που ξαναβρέθηκε, εκείνη η τέχνη που με το πέρασμα των χρόνων έγινε αόρατη, κρυμμένη από το πύκνωμα των «αντικειμένων».
Μου φαίνεται πώς η τέχνη του Raffaello, του Rubens, του Rembrandt κλπ, τόσο για την κριτική όσο και για το κοινό, είναι άπλα και μόνο μια συγκεκριμενοποίηση αναρίθμητων «πραγμάτων», που έκαναν αόρατη την αληθινή άξια την περικλειόμενη μέσα στην αίσθηση που προκαλεί την έμπνευση. Μόνο ο θαυμασμός για την επιδεξιότητα τής αντικειμενικής αναπαράστασης έμεινε ζωντανός.
Αν ήταν δυνατό να αποσπασθεί από τα έργα των μεγάλων δασκάλων τής ζωγραφικής η αίσθηση που έχει εκφρασθεί σ’ αυτά – δηλαδή η ουσιαστική τους αξία – και να κρυφθεί, οι κριτικοί, το κοινό και οι μελετητές τής τέχνης δεν θα αντιλαμβάνονταν το παραμικρό. Δεν είναι λοιπόν περίεργο αν το δικό μου τετράγωνο μοιάζει χωρίς περιεχόμενο.
Αν θέλουμε να κρίνουμε ένα έργο τέχνης με βάση την επιδεξιότητα της αντικειμενικής παρουσίασης, δηλαδή με βάση τη ζωντάνια τής αυταπάτης, και πιστεύουμε ότι αποκαλύπτουμε το σύμβολο τής αίσθησης που είναι αιτία τής έμπνευσης μέσα στην ίδια την αντικειμενική παρουσίαση, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να φτάσουμε στη χαρά και να αναμιχτούμε με το αληθινό περιεχόμενο ενός έργου τέχνης. (…)
Η τέχνη δεν θέλει πια να μείνει στην υπηρεσία τής Θρησκείας και του Κράτους, δεν θέλει πια να εικονογραφεί την ιστορία των εθίμων, δεν θέλει πια να γνωρίσει το αντικείμενο καθεαυτό και πιστεύει ότι μπορεί να προσδιορισθεί χωρίς το «αντικείμενο» (επομένως χωρίς «τη δοκιμασμένη και έγκυρη πηγή τής ζωής»), άλλα από μόνη της και για τον εαυτό της.
Η ουσία και το νόημα οποιασδήποτε καλλιτεχνικής δημιουργίας συνεχώς παραβλέπονται, όπως ακριβώς, και η δόξα τής εικαστικής δουλειάς γενικά, κι αυτό γιατί η προέλευση οποιασδήποτε μορφικής δημιουργίας βρίσκεται παντού και πάντα αποκλειστικά και μόνο στην αίσθηση. (…)
Το μαύρο τετράγωνο στο άσπρο φόντο υπήρξε η πρώτη μορφή τής έκφρασης τής μη-αντικειμενικής αίσθησης: τετράγωνο = αίσθηση, άσπρο φόντο = το «Τίποτα», αυτό που είναι έξω από την αίσθηση.
Κι όμως η πλειοψηφία του κόσμου νόμισε ότι η απουσία αντικειμένου είναι το τέλος τής τέχνης και δεν αναγνώρισε το άμεσο γεγονός τής αίσθησης που έγινε φόρμα.
Το τετράγωνο των σουπρεματιστών και τα σχήματα που προήλθαν από αυτό μπορούν να συγκριθούν με τα «σημεία» του πρωτόγονου ανθρώπου, που στο σύνολο τους δεν ήθελαν να εικονογραφήσουν άλλα να παρουσιάσουν την αίσθηση του «ρυθμού».
Ο σουπρεματισμός δεν δημιούργησε έναν καινούριο κόσμο τής αίσθησης, άλλα, γενικότερα μια νέα άμεση παρουσίαση του κόσμου τής αίσθησης.
Το τετράγωνο αλλάζει για να σχηματίσει καινούργιες φιγούρες, που τα στοιχεία τους συντίθενται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σύμφωνα με τους κανόνες τής αίσθησης που τα εμπνέει.
Αν σταθούμε να κοιτάξουμε μια αρχαία κολόνα τής οποίας η κατασκευή, με την έννοια τής οικοδομικής χρησιμότητας, δεν έχει πια κανένα νόημα; μπορούμε να ανακαλύψουμε σ’ αυτήν τη μορφή μιας καθαρής αίσθησης. Δεν θα τη θεωρήσουμε πια σαν μια οικοδομική αναγκαιότητα, άλλα σαν ένα έργο τέχνης. (…)
Η διαφορά ανάμεσα στην αρχαία τέχνη και τη μοντέρνα τέχνη που δεν έχει αντικείμενο και χρησιμότητα, βρίσκεται στο γεγονός ότι η πλήρης καλλιτεχνική άξια της πρώτης αναγνωρίζεται μόνο όταν η ζωή, αναζητώντας νέες άξιες την εγκαταλείπει, ενώ το μη εφαρμοσμένο καλλιτεχνικό στοιχείο της δεύτερης προπορεύεται στη ζωή και φράσσει την πόρτα στην «πρακτική αξιολόγηση». (…)
Η ομορφιά ενός αρχαίου ναού δεν συνίσταται στο γεγονός ότι αυτός λειτούργησε κάποτε σαν καταφύγιο σε ένα ορισμένο σύστημα ζωής ή στην αντίστοιχη θρησκεία άλλα στο ότι η μορφή του προήλθε από μια καθαρή αντίληψη των πλαστικών σχέσεων. Μια τέτοια καλλιτεχνική αντίληψη (που με την κατασκευή του ναού έγινε μορφή) είναι πολύτιμη και ζωντανή για μας σε όλες τις εποχές, αν και το σύστημα ζωής, κατά το όποιο κατασκευάστηκε ο ναός, είναι πια νεκρό. (…)
Όλα όσα μπορούμε να δούμε στα μουσεία εκφράζουν με τρόπο αναμφίβολο το γεγονός ότι κανένα «αντικείμενο» δεν είναι αληθινά σύμφωνο με το σκοπό, δηλαδή χρηστικό. Αν ήταν δεν θα βρισκόταν τοποθετημένο ποτέ σ’ ένα μουσείο! Και αν κάποτε έμοιαζε εύχρηστο και πρακτικό, αυτό συνέβαινε γιατί τότε δεν ήταν γνωστό κάτι ακόμα πιο εύχρηστο. (…)
Οι καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν πάντοτε κατά προτίμηση το ανθρώπινο πρόσωπο στις απεικονίσεις τους, επειδή πίστεψαν ότι σ’ αυτό θα έβρισκαν την καλύτερη δυνατότητα να εκφράσουν τις ιδιαίτερες συγκινησιακές εντυπώσεις τους (η πολύπλευρη μιμική, ελαστική και γεμάτη από εκφράσεις, προσφέρει πράγματι τέτοιες δυνατότητες), Κι όμως οι σουπρεματιστές εγκατέλειψαν την παρουσίαση του ανθρώπινου προσώπου και του νατουραλιστικού αντικειμένου γενικά, και αναζήτησαν καινούργια σημάδια για να ερμηνέψουν την άμεση αίσθηση και όχι τις αντανακλάσεις των διαφόρων συγκινησιακών εντυπώσεων που έγιναν «φόρμες» – κι αυτό επειδή ο σουπρεματιστής δεν βλέπει ούτε αγγίζει. Αυτός μόνο αντιλαμβάνεται.
Μπορούμε επομένως να δούμε, πώς μεταξύ τού 19ου και του 20ου αιώνα, η τέχνη πέταξε μακριά την σαβούρα των θρησκευτικών και κρατικών ιδεών που μέχρι αυτή την εποχή ήταν αναγκασμένη να κουβαλάει, και έφτασε έτσι στον ίδιο της τον εαυτό, στην μορφή που αντιστοιχεί στην πραγματική της ουσία, μεταβαλλόμενη σε τρίτη αυτόνομη «οπτική γωνία», με τα ίδια δικαιώματα των ήδη γνωστών δύο άλλων «οπτικών γωνιών». (…)
Το τραπέζι, το κρεβάτι ή η καρέκλα δεν είναι αντικείμενα χρηστικά, άλλα μορφές πλαστικών αισθήσεων. Επομένως η γενική πεποίθηση ότι όλα τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης είναι αποτέλεσμα πρακτικών αντανακλάσεων, βασίζεται σε λανθασμένες υποθέσεις. (…)
Η καινούργια τέχνη του σουπρεματισμού που δημιούργησε καινούργιες μορφές και σχέσεις μορφών, στη βάση αντιλήψεων που έγιναν εικόνες καταλήγει να γίνει ένα νέο είδος αρχιτεκτονικής όταν αυτές οι μορφές και οι σχέσεις των μορφών μεταδίδονται από το επίπεδο του τελάρου. (…)
Η αίσθηση τής μη-αντικειμενικότητας υπήρξε για όλες τις εποχές η μοναδική πηγή δημιουργίας ενός έργου τέχνης. Απ’ αυτή την άποψη, ο σουπρεματισμός δεν έφερε τίποτα καινούργιο, άλλα η τέχνη του παρελθόντος, εφαρμοσμένη στην αντικειμενικότητα, συγκέντρωσε χωρίς να το θέλει μια μεγάλη σειρά από αισθήσεις ξένες προς την δική της ουσία. (…)
Ο σουπρεματισμός επομένως ανοίγει καινούργιες δυνατότητες για την τέχνη, εφόσον, ύστερα από την εγκατάλειψη τής λεγόμενης «φροντίδας για την αντιστοιχία στον σκοπό», γίνεται δυνατή η μεταφορά στον χώρο μιας πλαστικής αντίληψης αναπαραγόμενης ατό επίπεδο τής ζωγραφικής. Ο καλλιτέχνης, δηλαδή ο ζωγράφος, δεν είναι πια δεμένος με τον ζωγραφικό πίνακα, άλλα είναι σε θέση να μεταφέρει τις συνθέσεις του από το τελάρο στον χώρο.
Kazimir S. Malevic»
Leave a Reply