Μικρή ιστοριογραφική αναφορά
Το έργο ολοκληρώθηκε το 1907. Εκτέθηκε για πρώτη φορά σε μια έκθεση που οργάνωσε ο Salmon το 1916, για την οποία απέκτησε και τον τελικό του τίτλο “Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν”, ο οποίος διατύπωνε κομψά το θέμα του πορνείου με μια αμφίβολη αναφορά στους οίκους ανοχής της οδού Αβινιόν στη Βαρκελώνη. Ο Πικάσο δεν γοητεύτηκε ιδιαίτερα από τον τίτλο για την έκθεση και συνέχισε να το αποκαλεί mon bordel — το μπορντέλο μου. Μέχρι τότε οι αναφορές στο έργο είναι σποραδικές και πολύ περιορισμένες, παρά το γεγονός ότι το έργο απασχόλησε τον Πικάσο για ένα τόσο μεγάλο διάστημα και θα μπορούσε να ήταν αντικείμενο στις γενικότερες και συχνότατες συζητήσεις των ανθρώπων που σύχναζαν στο εργαστήριο του Πικάσο, το Bateau-Lavoir, που ήταν και πολλοί και ιδιαίτερα ομιλητικοί για τέτοιου είδους θέματα. Το έργο αποκτήθηκε τελικά το 1939 από το ΜΟΜΑ, όπου και απέκτησε την κανονιστική του θέση στα εκθέματα του Μουσείου και στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης, με τις εκτενείς αναφορές του τότε διευθυντή του και θεωρητικού Alfred Barr. Έκτοτε συνδέθηκε με τον κυβισμό και τις πρωτοκυβιστικές αναζητήσεις. Τη δεκαετία του 1970, με τα κείμενα του Steinberg και του Rubin, υποσκελίστηκε η σχέση με τον κυβισμό και η έννοια της σεξουαλικότητας φαίνεται να αποτελεί πια το κυρίαρχο θέμα των αναφορών στο έργο. Το στοιχείο της σεξουαλικότητας συνδέθηκε με τη διονυσιακή έξαρση, τον έρωτα και το θάνατο, τη διαδικασία του καλλιτεχνικού εξορκισμού, το μύθο της Μέδουσας ή την εικονοποίηση της τραυματικής εμπειρίας. Στα πλαίσια των κοινωνικοϊστορικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων το θέμα της σεξουαλικότητας υποσκελίστηκε και πρωτοστάτησε η έννοια της πολιτικοκοινωνικής κριτικής, είτε ως άμεση και συνειδητή αμφισβήτηση των κυρίαρχων ιδεολογικών μηχανισμών της εποχής της αποικιοκρατίας, είτε ως ασυνείδητη αναπαραγωγή των κυρίαρχων στερεοτύπων από τα οποία αυτή η ιδεολογία κατατρύχεται.
Αγαπητέ Παντελή, σου γράφω για να σου πω πως οι Δεσποινίδες της Αβινιόν έχουν ένα κρυφό πάθος και έναν εσωτερικό έρωτα. Κατά την πολύ ταπεινή μου άποψη, μου θυμίζουν, παραδόξως κομμάτια από τα έργα του Μπεργκμαν. Στο “κραυγές και ψίθυροι”, ας πούμε, η υπηρέτρια που έχασε το παιδί της και που συμπαρίσταται σε μια από τις τρείς αδελφές, έχει κρυφό πάθος και μια ανείπωτη, συναισθηματική φροντίδα προς την άρρωστη, που φτάνει σε αποκορύφωμα ως προς το πάθος της να γλυκάνει τη νόσο της. Έτσι που να της είναι λιγότερο δυσβάστακτη και περισσότερο φιλική. Ακούσια και φλογερή, μέσα στη δίνη του πυρετού της, θα ζήσει μεγάλες ώρες με ένα άλλο πάθος. Φιλιά, Χ
–
——————–
Αγαπητή Χριστίνα: Πολύ ωραία η παρατήρησή σου. Ίσως να είναι αυτό το κρυφό πάθος που κάνει ορισμένα έργα και ορισμένους δημιουργούς να ξεχωρίζουν και να μιλούν στον θεατή με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Είτε πρόκειται για ζωγραφική, είτε για κινηματογράφο, είτε για μουσική, χορό και κάθε άλλης μορφής τέχνη.
Π.Τ.